Order: Perissodactyla
Sub-order: Ceratomorpha
Family: Rhinocerotidae
Sub-family:Dicerotinae
Sub-Genus: Ceratotherium simum , Diceros bicornis
The rhinoceros, like the medieval catapult, has become a museum piece, the antiquated design of his armor both beautiful and obsolete. I was drawn to the power of this animal, and by the stubborn persistence of its mutation and capacity for survival to our days, where its reason for being is almost absurd.
A mostly solitary, tolerant animal, he sudden outbursts only when threatened. He moves within his territory, taking frequent mud-baths, selectively eating local shrubs and herbs, scattering his dung in patterns, leaving signs and traces for communication, mating profusely and tirelessly, and procreating moderately. One day, he is singled out by Man – a voyeur hiding behind a bush- who is perplexed by the interminable time the rhinoceros spends copulating. He suddenly becomes indispensable prey, his horns believed to possess aphrodisiac properties ensuring his sexual power.
Man hunts for the Τrophy in order to enter its innermost secret. He “opens” it to see what’s inside and how it functions. The body is dissected, the horns and penis cut off and measured, the contents of the stomach analysed, and all efforts to learn the secrets of its make-up only result in a huge dead carcass, and the realization that the power of the rhinoceros is no use to anyone but the rhinoceros himself.
I followed his traces in two countries on my own private safari, visiting zoos, delving into the basements of natural history museums and zoological societies in Paris and London. I sketched and studied live animals, anatomical material and skeletons, read the texts of the first explorers and hunters in Africa. I found that there is an extensive bibliography on the rhinoceros in the western colonial world.
While at it, I coincidentally discovered another animal, a special race of human being- the anatomists. Reserved and unassuming, they each explore their own private animal chosen at random or by inclination, they spend years researching it, so engulfed in the deepest recesses of their topic and to such a degree of specialization that subtly year after year, they become identified with the beast they study. I had the chance of examining the papers of a British professor who had just died at the age of 100, a rhinoceros expert who dedicated his life to the animal that fascinated him. He studied and dissected hundreds of specimens, oblivious to world events around him only insofar as they didn’t interfere with his work. He was devastated that the bombing of zoos and museums during WW II had destroyed precious research material throughout Europe, yet content in his publications and contribution to the world in subjects such as the morphology of the rhinoceros penis, pharynx, and tonsils.
In my work I have attempted to do another kind of dissection and analysis in order to track, hunt, and capture the unknown beast. For the paintings I chose a light paper medium which is in reverse proportion to the weight and volume of the animal. I worked very fast and very physically, producing a series of life-size prints to capture this animal’s elusive passage. I constructed a 2m x3m printing press in my studio, and used the weight of my own body to print the monotypes. I mostly worked on a black background, producing a series of “negatives”, like x-rays or fossils of an extinct species. The rhinoceroses born out of this process were at the same time powerful and vulnerable, eternal and ephemeral.
I named the rhinoceroses after mythological heroes whose strength was also the tragic flaw leading to their downfall: Samson, Achilles, Hercules, immortal, but not quite. The rhinoceros’s weapon is his horn, and he is hunted precisely for it, almost to extinction.
I would like to describe a day in the life of a rhinoceros at the zoo: he walks in circles around his enclosure, clock-wise and anti-clockwise, sniffing, munching hay, shitting, sitting, sleeping, developing aimless erections, still reacting violently to sudden noises in a primeval way, following an innate memory that he may have never known in his own lifetime. A mastered but not so mastered animal that increasingly refuses to mate in captivity and is made to do so by artificial means, to be kept alive for posterity -our heritage to the voyeurs of future generations.
Ο ρινόκερος και ο μεσαιωνικός καταπέλτης αποτελούν μουσειακά κομμάτια. Το απαρχαιωμένο σχέδιο τους είναι τόσο ευφυές, όσο και παρωχημένο. Η επίμονη, σχεδόν πεισματική επιβίωσή του ρινόκερου από την προϊστορική εποχή μέχρι τις μέρες μας όπου η παρουσία του είναι σχεδόν άτοπη, έχουν μια διάσταση που με ελκύει πολλά χρόνια. Είναι ένα μοναχικό, μετριοπαθές ζώο με έντονα ξεσπάσματα θυμού όταν νιώσει ότι απειλείται. Μετακινείται στον εδαφικό του χώρο κάνοντας λασπόλουτρα, τρώγοντας επιλεκτικά τοπικά βότανα, δενδρύλλια και θάμνους, σκορπίζοντας τα κόπρανά του σε σχηματισμούς, αφήνοντας έτσι σημάδια για την επικοινωνία και το ερωτικό κάλεσμα. Ζευγαρώνει αδιάκοπα και ακούραστα και αναπαράγεται με μέτρο, ώσπου μια μέρα ο Άνθρωπος- ένας ηδονοβλεψίας κρυμμένος πίσω από έναν θάμνο- τον ξεχωρίζει. Ξαφνικά μεταμορφώνεται σε πολύτιμη λεία, γιατί οι σεξουαλικές του επιδόσεις συνδυάζονται με τις πιθανολογούμενες αφροδισιακές ιδιότητες των κεράτων του.
O Άνθρωπος κυνηγάει το Τρόπαιο για να ανακαλύψει το βαθύτερο μυστικό του. Το «ανοίγει» να δει τι έχει μέσα και πώς λειτουργεί. Το σώμα του ζώου τεμαχίζεται, διαμελίζεται, ζυγίζεται, τα κέρατα και το πέος αφαιρούνται και μετριούνται, το περιεχόμενο της στομαχικής κοιλότητας αναλύεται, και στα απόνερα αυτής της προσπάθειας απομένει ένας τεράστιος νεκρός σκελετός, και η συνειδητοποίηση ότι το μυστικό της δύναμης του ρινόκερου δεν χρησιμεύει σε κανέναν άλλο παρά μόνο στον ίδιο το ρινόκερο.
Ακολούθησα τα ίχνη του σε δύο χώρες σε ένα προσωπικό σαφάρι, όπου επισκέφτηκα ζωολογικούς κήπους, υπόγεια μουσείων φυσικής ιστορίας και ζωολογικών εταιριών στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Βρήκα μια εκτενέστατη βιβλιογραφία για τον ρινόκερο στον αποικιοκρατικό δυτικό κόσμο. Μελέτησα και ζωγράφισα ζωντανά ζώα, ανατομικό υλικό και σκελετούς, περιγραφές εξερευνητών και κυνηγών.
Καθώς δούλευα, ανακάλυψα εντελώς συμπτωματικά ένα άλλο ζώο, μια ιδιαίτερη ράτσα ανθρώπων –τους ανατόμους. Άνθρωποι μετρημένοι, χαμηλών τόνων, μελετούν ο καθένας ένα συγκεκριμένο ζώο επιλεγμένο από συγκυρία ή προτίμηση, τόσο βυθισμένοι στα έγκατα του θέματος τους και σε τέτοιο βαθμό εξειδίκευσης που ανεπαίσθητα χρόνο με τον χρόνο ταυτίζονται με το αντικείμενο της μελέτης τους. Μελέτησα τα χειρόγραφα και την αλληλογραφία ενός Βρετανού καθηγητή -μια αυθεντία στους ρινόκερους, που είχε μόλις πεθάνει σε ηλικία 100 χρονών. Αφιέρωσε τη ζωή του σ’ αυτό το ζώο εξετάζοντας εκατοντάδες «δείγματα», ανταλλάσσοντας πληροφορίες και συγγράμματα με τους συναδέλφους του, χωρίς επίγνωση των κοσμοϊστορικών γεγονότων γύρω του, παρά μόνο όταν επηρέαζαν τη δουλειά του. Φανερά αναστατωμένος όταν οι βομβαρδισμοί των ζωολογικών κήπων και μουσείων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατέστρεψαν πολύτιμο επιστημονικό υλικό σε όλη την Ευρώπη, η μόνη του ηδονή ήταν οι δημοσιεύσεις του και η συνεισφορά του στον επιστημονικό κόσμο σε θέματα όπως η μορφολογία του πέους, του φάρυγγα, και των αμυγδαλών του ρινόκερου.
Στην δουλειά μου έχω επιχειρήσει ένα άλλο είδος τεμαχισμού και ανάλυσης για να ιχνηλατήσω, να κυνηγήσω, και να παγιδεύσω το άγνωστο ζώο. Για τα ζωγραφικά έργα χρησιμοποίησα ένα ελαφρύ υλικό αντιστρόφως ανάλογο προς το βάρος και τον όγκο του ζώου. Δούλευα γρήγορα με μεγάλη σωματική προσπάθεια σε φυσική κλίμακα, για να αποτυπώσω το φευγαλέο πέρασμα αυτού του ζώου. Κατασκεύασα μια πρέσα 2μ χ3μ στο εργαστήριο μου, η οποία λειτουργούσε με τροχαλίες και τύπωνε με το βάρος του δικού μου σώματος. Δούλεψα κυρίως σε μαύρο φόντο, παράγοντας μια σειρά «αρνητικών», ακτινογραφίες ενός είδους υπό εξαφάνιση.
Οι ρινόκεροι που εμφανίστηκαν από αυτή τη διαδικασία ήταν συγχρόνως δυνατοί και ευάλωτοι, αιώνιοι και εφήμεροι.
Τους έδωσα ονόματα μυθολογικών ηρώων, όπως Σαμψών, Αχιλλέας, Ηρακλής, των οποίων η δύναμη τυχαίνει να είναι και το τραγικό ψεγάδι που οδηγεί στην πτώση τους -αθάνατοι, αλλά όχι εντελώς κέρατο είναι το όπλο του ρινόκερου, αλλά και ο λόγος που έφτασε έως τον αφανισμό. Θα ήθελα να περιγράψω μια μέρα στη ζωή ενός ρινόκερου στον ζωολογικό κήπο: κάνει κύκλους μέσα στον περίβολο του, στη φορά των δεικτών του ρολογιού και αντίστροφα, μυρίζει το έδαφος, μασάει λίγο σανό, κάθεται, κοπρίζει, κοιμάται, αναπτύσσει άσκοπες στύσεις, αντιδρά ακόμα απότομα και βίαια σε ξαφνικούς θορύβους ακολουθώντας την αρχέγονη μνήμη κάποιων γεγονότων που ο ίδιος ίσως δεν έζησε ποτέ. Ένα δαμασμένο αλλά όχι και τόσο δαμασμένο ζώο το οποίο όλο και περισσότερο αρνείται να ζευγαρώσει σε συνθήκες αιχμαλωσίας και μόνο τεχνητά μέσα εξασφαλίζουν την επιβίωσή του με κάθε κόστος, η κληρονομιά μας στους ηδονοβλεψίες των επόμενων γενεών.